Λέξη: πρόθυμος

Σχετικές λέξεις: πρόθυμος

πρόθυμος αντίθετη λέξη, πρόθυμος μετάφραση, πρόθυμος ετυμολογία, πρόθυμος αγγλικά, πρόθυμος συνώνυμο, είμαι πρόθυμος, πρόθυμος σημασία, πρόθυμος dictionary, πρόθυμος λεξικό, πρόθυμος αντίθετο

Συνώνυμα: πρόθυμος

ταχύς, ανυπόμονος, διακαής, σφοδρός, έτοιμος, εύκολος, γινώμενος, μπροστινός, αυθάδης, εκούσιος, επιθυμών, αυταρχικός, φιλοπράγμων, ενοχλητικά πρόθυμος, γειτονικός, φιλικός, ευγενικός, υποχρεωτικός

Μεταφράσεις: πρόθυμος

πρόθυμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
eager, willing, ready, keen, willingness

πρόθυμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
codicioso, ávido, ganoso, celoso, ansioso, complaciente, dispuesto, dispuestos, dispuesta, dispuestas

πρόθυμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
begierig, eifrig, willig, bereitwillig, wollend, bereit, gewillt, bereit sind, bereit ist

πρόθυμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affamé, passionné, assidu, zélé, serviable, prêt, fervent, empressé, volontaire, studieux, désireux, avide, complaisance, disposé, prêts, disposés, prête

πρόθυμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avido, ardente, disposto, zelante, disposti, disposta, pronto, disposte

πρόθυμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cobiçoso, sedento, sequioso, ávido, disposto, dispostos, disposta, dispostas, estou disposto

πρόθυμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ijverig, belust, gewillig, begerig, dienstwillig, bereidwillig, happig, gretig, verlekkerd, vrijwillig, bereid, bereid zijn, willen, bereid is

πρόθυμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жадный, усердный, ревностный, упорный, резкий, старательный, энергичный, рьяный, стремящийся, острый, нетерпеливый, горячий, готовы, готов, готова, хочу, охотно

πρόθυμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
villig, nidkjær, begjærlig, ivrig, villige, villig til, villige til, er villig

πρόθυμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nitisk, villig, ivrig, villiga, beredd, beredda, villigt

πρόθυμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
innokas, avulias, tahto, suostuvainen, intomielinen, hanakka, malttamaton, ahnas, harras, ahne, kärkäs, aulis, hätäinen, altis, perso, halukas, valmis, valmiita, halukkaita, haluavat

πρόθυμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
villige, villig, villig til, villige til, rede

πρόθυμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
horlivý, dychtivý, dobrovolný, chtivý, ochotný, ochotni, ochoten, ochotna, ochotny

πρόθυμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żądny, chętny, zapalony, gorliwy, skwapliwy, skłonny, gotowy, pochopny, gotów

πρόθυμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
éhes, törékeny, buzgó, türelmetlen, szíves, lelkes, hajlandó, hajlandóak, hajlandók, kész, készek

πρόθυμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
istekli, hevesli, hırslı, isteyen, gönüllü, hazırız, hazır

πρόθυμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гостра, гострий, роботяга, гостре, невловиме, гарячий, готові, бажають, які бажають

πρόθυμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i gatshëm, gatshëm, të gatshëm, gatshëm për, gatshme

πρόθυμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
склонен, готови, желание, готов, склонни

πρόθυμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гатовыя, гатовы

πρόθυμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hakkaja, valmis, nõus, soovivad, soovi, huvitatud

πρόθυμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nestrpljiv, žestok, pripravan, revnostan, željan, spreman, gotov, voljan, pohlepan, spremni, voljni, spremna

πρόθυμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fús, ákafur, tilbúin, tilbúnir, tilbúnir til, reiðubúinn

πρόθυμος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
voluntarius, expetens

πρόθυμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasiruošęs, nori, pasirengę, pasirengęs, pasirengusi

πρόθυμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gatavs, gatavi, vēlas, gatava, mieru

πρόθυμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
подготвени, подготвен, сакаат, спремни, се подготвени

πρόθυμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dispus, dispuși, dispusi, doresc, dispusă

πρόθυμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pripravljeni, pripravljen, pripravljena, pripravljene

πρόθυμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dychtivý, horlivý, ochotný, je ochotný
Τυχαίες λέξεις