Оправдать στα ελληνικά

Μετάφραση: оправдать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένταλμα, απαλλάσσω, δικαιολογώ, δικαιώνω, απαλλάτω, αθωώσει, αθωώσουν, αποδεσμευτούν από, αθωώνουν
Оправдать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безусый στα ελληνικά - πράσινος, αγένειος, αγένειου, χωρίς γένια, αγένειο, αγένειοι
  • выпиливание στα ελληνικά - πριόνισμα, πριονίσματος, στο πριόνισμα, το πριόνισμα, πριονισμού
  • гарольд στα ελληνικά - Χάρολντ, Ο Χάρολντ, Harold, Ο Harold, του Harold
  • долить στα ελληνικά - προσθέτω, top, κορυφή, αρχή, σελίδας, αρχή σελίδας
Τυχαίες λέξεις
Оправдать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένταλμα, απαλλάσσω, δικαιολογώ, δικαιώνω, απαλλάτω, αθωώσει, αθωώσουν, αποδεσμευτούν από, αθωώνουν