Определять στα ελληνικά
Μετάφραση: определять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φορολογώ, ιθύνω, προβληματίζω, βάζω, αναλογία, διέπω, υπολογίζω, προκρίνομαι, κανονίζω, ορίζω, αποδίδω, αναγνωρίζω, ταυτίζω, διορίζω, αναθέτω, κυβερνώ, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автобус στα ελληνικά - προπονητής, πούλμαν, άμαξα, προπονώ, λεωφορείο, λεωφορείων, λεωφορείου, ...
- воспринять στα ελληνικά - διαβλέπω, αντιλαμβάνομαι, αντιλαμβάνονται, αντιληφθεί, θεωρούν, αντιλαμβάνεται
- выживание στα ελληνικά - επιβίωση, επιβίωσης, την επιβίωση, επιβίωσή, η επιβίωση
- громадный στα ελληνικά - απίθανος, φοβερός, τρομερός, ύψιστος, τεράστιος, απέραντος, μέγιστος, ...
Τυχαίες λέξεις
Определять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φορολογώ, ιθύνω, προβληματίζω, βάζω, αναλογία, διέπω, υπολογίζω, προκρίνομαι, κανονίζω, ορίζω, αποδίδω, αναγνωρίζω, ταυτίζω, διορίζω, αναθέτω, κυβερνώ, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Μεταφράσεις: φορολογώ, ιθύνω, προβληματίζω, βάζω, αναλογία, διέπω, υπολογίζω, προκρίνομαι, κανονίζω, ορίζω, αποδίδω, αναγνωρίζω, ταυτίζω, διορίζω, αναθέτω, κυβερνώ, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί