Λέξη: μάνταλο
Σχετικές λέξεις: μάνταλο
μάνταλο πόρτας, παναγιώτη μάνταλο, μάνταλο wiki, πέτρο μάνταλο
Συνώνυμα: μάνταλο
σύρτης, αυτόματο κλείθρο, μανδαλάκι
Μεταφράσεις: μάνταλο
μάνταλο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
latch, bolt, a latch, latch on, latch is
μάνταλο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
picaporte, pestillo, cerrojo, enganche, pestillo de, de enganche
μάνταλο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sperre, falle, schnappriegel, riegel, signalspeicher, klinke, Riegel, Klinke, Verriegelungs, Latch, Verriegelung
μάνταλο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
loquet, poignée, claquer, bouton, verrou, verrouillage, de verrouillage, bascule
μάνταλο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
catenaccio, saliscendi, chiavistello, fermo, latch, aggancio, scrocco
μάνταλο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trinco, trava, fecho, trava de, latch
μάνταλο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klink, vergrendeling, grendel, latch, hendel
μάνταλο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шпингалет, защёлка, прибить, фиксатор, задвижка, запор, защелка, щеколда, защелки, защелку, защелкой
μάνταλο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klinke, slå, låsen, sperren, låse
μάνταλο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spärr, spärren, låskretsen
μάνταλο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
linkku, salvata, telki, säppi, kytkeä, salpa, haka, salvan, salpaa, lukko, lukitus
μάνταλο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
låsen, lås, latch, klinken, smæklåsen
μάνταλο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zástrčka, závora, zaklapnout, klika, západka, západku, západky, západkový
μάνταλο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
klamka, zawora, rygiel, zatrzaskiwać, zapadka, zatrzask, zasuwa, zatrzasku, zatrzaskowy
μάνταλο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kilincs, retesz, reteszt, zár, reteszét
μάνταλο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mandal, mandalı, mandalını, mandallı, bırakma mandalı
μάνταλο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лат, клямка, засувка, заскочка, защіпка, защелка
μάνταλο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shul, shul i, mbyll me reze, lidhësja, reze dere
μάνταλο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
резе, ключалка, капаче, мандало, заключващия
μάνταλο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зашчапка
μάνταλο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
riiv, link, riivi, sulguriga, sulguri, latch
μάνταλο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
reza, kvaka, zasun, jezičak, zasuna, zasun za
μάνταλο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
latch, lúguna, lúguna fyrir
μάνταλο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
velkė, skląsčio, skląstis, fiksatorius, latch
μάνταλο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizšaujamais, bulta, ieslēgties, aizbultēt, fiksators
μάνταλο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бравата, резе, резето, осигурувач, механизам за затворање
μάνταλο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zăvor, de blocare, latch, dispozitivul de blocare, zăvorului
μάνταλο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
závora, zapah, zaklep, zatič, zapaha, zapah za
μάνταλο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
závora, západka, zástrčka, bariéra, závory