Опустошение στα ελληνικά

Μετάφραση: опустошение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρήμαγμα, λεηλασία, όλεθρος, εκτέλεση, ρημάζω, καταστρέφω, ερήμωση, καταστροφή, καταστροφές, καταστροφή που, καταστροφές που
Опустошение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бордюр στα ελληνικά - μεθόριος, λίστα, σύνορο, ρέλι, σύνορα, συνόρων, των συνόρων, ...
  • войска στα ελληνικά - ομοσπονδιακός, στρατιωτικός, διάταξη, στρατεύματα, στρατευμάτων, στρατιώτες, στρατεύματά, ...
  • вредительство στα ελληνικά - δολιοφθορά, σαμποτάρω, σαμποτάζ, δολιοφθοράς, δολιοφθορές, δολιοφθορών
  • гуталин στα ελληνικά - βαφή υποδημάτων, βάψιμο, βερνίκι, το βάψιμο, βάψιμο των
Τυχαίες λέξεις
Опустошение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρήμαγμα, λεηλασία, όλεθρος, εκτέλεση, ρημάζω, καταστρέφω, ερήμωση, καταστροφή, καταστροφές, καταστροφή που, καταστροφές που