Οξύτητα στα αγγλικά

Μετάφραση: οξύτητα, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
asperity, acerbity, acidity, sharpness, acuteness, acuity, acidity of
Οξύτητα στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: οξύτητα

acidity
  • οξύτητα
asperity
  • τραχύτητα
  • τραχύτης
  • οξύτης
  • οξύτητα
  • βιαιότητα
keenness
  • ζήλος
  • δριμύτητα
  • οξύτης
  • οξύτητα
  • δριμύτης
pungency
  • οξύτητα
  • πικάντικη γεύση
  • δριμύτης
acuteness
  • οξύτητα
  • οξύνοια
  • σφοδρότητα
sharpness
  • οξύτητα
  • αιχμηρότητα
  • οξύτης
  • δριμύτης
  • δριμύτητα
  • σαφήνεια
smartness
  • εξυπνάδα
  • ευφυία
  • κομψότητα
  • κομψότης
  • οξύτητα
  • κοκεταρία
shrillness
  • οξύτητα
  • οξύτης
  • διαπεραστικότης
  • διαπεραστικότητα
trenchancy
  • δηκτικότητα
  • οξύτης
  • οξύτητα
trenchantness
  • οξύτης
  • οξύτητα

Σχετικές λέξεις: οξύτητα

οξύτητα ξυδιού, οξύτητα κρασιού, οξύτητα ελαιολάδου μετρηση, οξύτητα του ελαιολάδου, οξύτητα λαδιού, οξύτητα λεξικό γλώσσας αγγλικά, οξύτητα στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • οξύνω στα αγγλικά - exacerbate, acidify, sharpen
  • οξύς στα αγγλικά - acid, acute, sharp, pang, twanging, piercing
  • οπή στα αγγλικά - aperture, hole, bore, orifice, opening
  • οπαδοί στα αγγλικά - following, followers, fans, attendance, supporters, stadium
Τυχαίες λέξεις
Οξύτητα στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: asperity, acerbity, acidity, sharpness, acuteness, acuity, acidity of