Оросить στα ελληνικά

Μετάφραση: оросить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρδεύω, ποτίζω, άρδευση, την άρδευση, αρδεύουν, ποτίσει
Оросить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • близиться στα ελληνικά - πλησιάζω, επισύρω, έλκω, προσέγγιση, τραβώ, μέθοδος, προσεγγίζω, ...
  • дупель στα ελληνικά - διπλός, διπλασιάζω, σωσίας, διπλομπεκάτσινο
  • дюралюминий στα ελληνικά - ντουραλουμίνιο, σκληραλουμίνιο, αλουμίνιο που
  • животный στα ελληνικά - κτήνος, θηριώδης, κτηνώδης, ζώο, ζώων, των ζώων, ζωικής, ...
Τυχαίες λέξεις
Оросить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρδεύω, ποτίζω, άρδευση, την άρδευση, αρδεύουν, ποτίσει