Осветитель στα ελληνικά
Μετάφραση: осветитель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηλεκτρολόγος, φωτισμού, φωτιστικό, φωτισμός, φωτισμ, πηγή φωτισμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- глохнуть στα ελληνικά - πηγαίνω, αυξάνομαι, μεγαλώνω, αναβάλλω, στάβλος, στάβλο, stall, ...
- грушевидный στα ελληνικά - σε σχήμα αχλαδιού, σχήμα αχλαδιού, Απιοειδής, σχήματος αχλαδιού, αχλαδόσχημη
- декламационный στα ελληνικά - δημηγορικός, στομφώδης, κατηγορητικός, δημηγορικά
- дублер στα ελληνικά - διπλός, διπλασιάζω, σωσίας, αντικαταστάτης, αντικαταστάτης ηθοποιού, understudy, ηθοποιού, ...
Τυχαίες λέξεις
Осветитель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηλεκτρολόγος, φωτισμού, φωτιστικό, φωτισμός, φωτισμ, πηγή φωτισμού
Μεταφράσεις: ηλεκτρολόγος, φωτισμού, φωτιστικό, φωτισμός, φωτισμ, πηγή φωτισμού