Λέξη: σαλόνι
Σχετικές λέξεις: σαλόνι
σαλόνι γωνία, σαλόνι αυτοκινήτου, σαλόνι της γενεύης 2014, σαλόνι αυτοκινήτου της γενεύης, σαλόνι διακόσμηση, σαλόνι αυτοκινήτου της γενεύης 2014, σαλόνι μοτοσυκλέτας 2014, σαλόνι κήπου, σαλόνι γενεύης 2014, σαλόνι βεράντας
Συνώνυμα: σαλόνι
ινστιτούτο, αίθουσα, αίθουσα αναμονής, σάλα
Μεταφράσεις: σαλόνι
σαλόνι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lounge, salon, parlor, sitting room, living room
σαλόνι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sala, salón, salón de, salon, del salón, el salón
σαλόνι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufenthaltsraum, wartehalle, liege, foyer, gesellschaftsraum, warteraum, sofa, Salon, Salons
σαλόνι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cagnarder, badauder, hall, paresser, studio, salle, salon, foyer, sofa, canapé, salon de, un salon, le salon
σαλόνι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
poltrire, atrio, salotto, salone, salone di, salon, del salone
σαλόνι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
canapé, sofá, salão, salão de, salão de beleza, salon, do salão
σαλόνι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
canapé, rustbank, salon, zaal, kapsalon, Salon van, de Salon van, de salon
σαλόνι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тахта, слоняться, диван, вестибюль, бездельничать, понежиться, салон, лонгшез, нежиться, Salon, салона, салон красоты, красоты
σαλόνι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
salon, salong, salongen
σαλόνι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hall, salong, salon, Salonger, salongen
σαλόνι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lojua, loikoilla, maleksia, sohva, odotushuone, salonki, Salonkiin, salon, kauneushoitola, salongissa
σαλόνι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
salon, salonen, salon Kan
σαλόνι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hala, lenošit, salon, salón, salonu, kadeřnictví, kosmetika
σαλόνι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sala, wylegiwać, poczekalnia, próżnować, wypoczywać, leżeć, hol, wypoczynek, salon, salon kosmetyczny, piękności, salonie, salonu
σαλόνι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szalon, salon, szalonban, szalonok, kozmetika
σαλόνι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
divan, kanepe, salon, salonu
σαλόνι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
луїдор, салон
σαλόνι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lëkundem, sallon, Salon, sallone, salloni, për sallone
σαλόνι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
диван, салон, Salon, салон за, фризьорски, салона
σαλόνι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
салон
σαλόνι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
salong, puhketuba, Salon, salongisuurus, salongis, salongi
σαλόνι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljenčariti, salon, salona, salon za
σαλόνι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Salon, Snyrtistofa, snyrtistofu, Hárgreiðslustofa
σαλόνι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sofa, salonas, salonai, salone, salono, salon
σαλόνι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sofa, dīvāns, salons, Salon, salonu, salona, salonā
σαλόνι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
салон, салонот, салон за, салони
σαλόνι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
canapea, salon, salon de, salonul, salonului
σαλόνι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oblek, salon
σαλόνι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oblek, pohovka, salón, salon, kozmetické, krásy, salónik
Στατιστικά δημοτικότητας: σαλόνι
Τυχαίες λέξεις