Осветлять στα ελληνικά
Μετάφραση: осветлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εναργής, διαυγής, ελευθερώνω, έκδηλος, διευκρινίσει, αποσαφηνίσει, αποσαφήνιση, να διευκρινίσει, διευκρινιστεί
Μεταφράσεις
- автостоп στα ελληνικά - ωτοστόπ
- вмещаться στα ελληνικά - πηγαίνω, να, πρέπει να, θα, είναι, να είναι
- диск στα ελληνικά - κύκλος, δισκοβολία, δίσκος, δίσκο, δίσκου, στο δίσκο, δίσκων
- железо στα ελληνικά - σίδερο, σίδηρος, σιδήρου, σίδηρο, του σιδήρου
Τυχαίες λέξεις
Осветлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εναργής, διαυγής, ελευθερώνω, έκδηλος, διευκρινίσει, αποσαφηνίσει, αποσαφήνιση, να διευκρινίσει, διευκρινιστεί
Μεταφράσεις: εναργής, διαυγής, ελευθερώνω, έκδηλος, διευκρινίσει, αποσαφηνίσει, αποσαφήνιση, να διευκρινίσει, διευκρινιστεί