Λέξη: ισχύς

Σχετικές λέξεις: ισχύς

ισχύς εξουσιοδότησης, ισχύς ηλεκτρικού ρεύματος, ισχύς δακτυλίου, ισχύς κλίση, ισχύς αντλίας, ισχύς πιστοποιητικού οικογενειακής κατάστασης, ισχύς κυκλοφορητή, ισχύς rms, ισχύς σήματος, ισχύς προσωρινής διαταγής

Συνώνυμα: ισχύς

δύναμη, ζόρι, βία, κραταιότης, κραταιότητα, εξουσία, ενέργεια, στερεότητα, ρώμη, στερεότης

Μεταφράσεις: ισχύς

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
validity, power, strength, force, power is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
validez, energía, potencia, poder, el poder, de energía
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gültigkeit, aussagekraft, beweiskraft, Leistung, Macht, Power, Kraft, Energie
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
validité, légalité, puissance, pouvoir, alimentation, énergie, la puissance
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
validità, potere, potenza, energia, di potenza, il potere
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
poder, potência, energia, de energia, de alimentação
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vermogen, macht, kracht, mogendheid, stroom
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подлинность, вескость, годность, действительность, обоснованность, аргументированность, действие, законность, достоверность, основательность, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gyldighet, makt, strøm, kraft, makten, kraften
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
giltighet, ström, effekt, makt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pätevyys, kelpoisuus, voimassaolo, laillisuus, teho, valta, sähköiset, valtaa, virta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
magt, power, strøm, effekt, kraft
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
legálnost, právoplatnost, pravoplatnost, platnost, energie, síla, moc, výkon, napájení
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prawdziwość, prawomocność, ważność, prawomocnie, słuszność, moc, siła, władza, potęga, energia
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
teljesítmény, hatalom, erő, energia, hatalmi
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
güç, gücü, gç, elektrik, enerji
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ваговитість, чинність, дійсність, потужність
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pushtet, energji, fuqi, fuqia, me energji
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мощност, сила, власт, енергия, властта
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
магутнасць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võimsus, võim, võimu, võimsuse, õigus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
važenje, ispravnost, pravilnost, važnost, snaga, moć, snage, napajanja, napajanje
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
máttur, vald, völd, afl, orku
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
galia, galios, jėgos, elektros energijos, jėga
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jauda, jaudas, stūres, power, strāvas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
моќ, енергија, моќност, власт, моќта
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
putere, de alimentare, puterii, energie, de putere
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
moč, power, moči, napajanje, servo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
energie, energia, energiu, energií

Στατιστικά δημοτικότητας: ισχύς

Τυχαίες λέξεις