Λέξη: συμπληρώνω

Σχετικές λέξεις: συμπληρώνω

συνώνυμο συμπληρώνω, συμπληρώνω στα αγγλικά, συμπληρώνω στα γαλλικά, συμπληρώνω μετάφραση αγγλικά, συμπληρώνω τα κενά μου, συμπληρώνω τις καταλήξεις, συμπληρώνω συνώνυμα, συμπληρώνω in english, συμπληρώνω τα κενά

Συνώνυμα: συμπληρώνω

αποτελειώνω, τελειώνω, ολοκληρώνω, φουσκώνω

Μεταφράσεις: συμπληρώνω

συμπληρώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
supplement, eke out, fill in, fill out, eke

συμπληρώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
accesorio, suplemento, complemento, suplir, ganar a duras penas, suplir las deficiencias, ganarse, ganarse la, duras penas

συμπληρώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ergänzung, nachtrag, beilage, beiheft, zusatz, feuilleton, anhang, fristen, erkämpfen, zuschlagen, aufzubessern, schlagen sich

συμπληρώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accessoire, parfaire, indemnité, appendice, compléter, ajout, suppléer, supplément, complément, appoint, addition, souple, gagner, gagner leur, suppléer à

συμπληρώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aggiunta, supplemento, completamento, sbarcare, eke, guadagnarsi da, eke fuori, sbarcare il

συμπληρώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
suprir, eke para fora, ganhar a, eke para fora de, eke a

συμπληρώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
supplement, toevoegsel, rekken, eke, te rekken

συμπληρώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
добавление, дополнение, вкладка, дополнять, прибавка, приложение, прибавление, добавлять, дополнить, влачить, влачат, восполнить, зарабатывать себе, восполнению

συμπληρώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilføyelse, tillegg, bilag, supplement, eke ut

συμπληρώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillägg, eke ut, dryga ut, dra sig fram

συμπληρώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liite, lisäys, lisäosa, täydennys, enetä, lisälehti, saada jk riittämään, hankkia vaivalloisesti, vaivalloisesti, jatkaa jtk jllak, kituuttaa

συμπληρώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bilag, ernære sig, møjsommeligt, slå sig igennem

συμπληρώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přídavný, doplněk, doplňovat, příplatek, přídavek, dodatek, doplnit, příloha, šetřit, vyrovnat, vyrovnat se, naplnil, doplnit čím

συμπληρώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dodatek, uzupełnienie, uzupełnić, nadprogram, dopełnić, suplement, dopłacenie, uzupełniać, sztukować

συμπληρώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
újságmelléklet, pótkötet, kiegészít, jövedelmet összekapar

συμπληρώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ilave, ek, uzatmak, eke, idareli, tamamlamak, ilave etmek

συμπληρώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доповнити, додаток, доповнювати, доповнення, тягнути, животіти, волочити, влачіть, влачить

συμπληρώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtoj

συμπληρώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приложение, прибавям

συμπληρώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гібець, гібець у, весці, цягнуць, валачы

συμπληρώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
täiendama, täiendus, puuduvat täitma, Saada jk jätkuks, jk jätkuks, Jätkata jtk jllak, jtk jllak

συμπληρώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dopuna, nadopuniti, prilog, dopuniti, popuniti iz, sastavlja kraj s krajem

συμπληρώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eke

συμπληρώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
taupiai naudoti, Sztukować, Papildyti, vos verstis

συμπληρώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
eke, eke lietota, papildināt

συμπληρώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дополнат, ги дополнат, eke од

συμπληρώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
supliment, prelungi, adăuga la, eke, duc o

συμπληρώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dodatek, eke, Dopolnimo

συμπληρώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šetriť, ušetriť
Τυχαίες λέξεις