Оспорить στα ελληνικά
Μετάφραση: оспорить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντικείμενο, διένεξη, αποκηρύσσω, απορρίπτω, αποποιούμαι, αντιλέγω, διαψεύδω, ανταπαντώ, διεκδικώ, αντιπαράθεση, αντιφάσκω, ένσταση, αντιτείνω, διαφωνία, πρόκληση, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акробатический στα ελληνικά - ακροβατικός, ακροβατικά, ακροβατικές, ακροβατικό, ακροβατικού
- вклиниваться στα ελληνικά - σφήνα, σφήνας, σφηνοειδές, σφηνοειδούς, σφηνός
- вогнутый στα ελληνικά - κοίλος, κοίλη, κοίλο, κοίλες, κοίλα
- выслеживание στα ελληνικά - μονοπάτι, πίστα, ίχνη, ιχνηλασία, εντοπισμό, τον εντοπισμό, εντοπισμού, ...
Τυχαίες λέξεις
Оспорить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντικείμενο, διένεξη, αποκηρύσσω, απορρίπτω, αποποιούμαι, αντιλέγω, διαψεύδω, ανταπαντώ, διεκδικώ, αντιπαράθεση, αντιφάσκω, ένσταση, αντιτείνω, διαφωνία, πρόκληση, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για
Μεταφράσεις: αντικείμενο, διένεξη, αποκηρύσσω, απορρίπτω, αποποιούμαι, αντιλέγω, διαψεύδω, ανταπαντώ, διεκδικώ, αντιπαράθεση, αντιφάσκω, ένσταση, αντιτείνω, διαφωνία, πρόκληση, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για