Остальной στα ελληνικά

Μετάφραση: остальной, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαφορετικός, άλλος, εναλλακτικός, υπόλοιπο, ανάπαυση, υπόλοιπη, ανάπαυσης, υπόλοιπα
Остальной στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • брякать στα ελληνικά - bryakat
  • гастроль στα ελληνικά - ταξίδι, γύρος, περιοδεύω, περιοδεία, περιήγηση, ξενάγηση, περιοδειών, ...
  • гуртовщик στα ελληνικά - οδηγός, κτηνηλατής, drover, ζωέμπορος
  • житьё στα ελληνικά - βίος, ισόβιος, ύπαρξη, ζωή, κατοικία, κατοίκηση, κατοίκησης, ...
Τυχαίες λέξεις
Остальной στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαφορετικός, άλλος, εναλλακτικός, υπόλοιπο, ανάπαυση, υπόλοιπη, ανάπαυσης, υπόλοιπα