Остановиться στα ελληνικά
Μετάφραση: остановиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταματώ, διαμένω, εξέδρα, κατοικώ, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
Μεταφράσεις
- восприимчивый στα ελληνικά - ευπαθής, ευεπηρέαστος, εύθικτος, παραλήπτης, επιδεικτικός, κτητικός, ευαίσθητος, ...
- выработанный στα ελληνικά - που, συντάσσεται, συντάχθηκε, κατάρτιση
- гербовник στα ελληνικά - οικόσημων, οικόσημα
- доверчиво στα ελληνικά - με πίστη, με εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνη την
Τυχαίες λέξεις
Остановиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταματώ, διαμένω, εξέδρα, κατοικώ, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
Μεταφράσεις: σταματώ, διαμένω, εξέδρα, κατοικώ, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει