Остригать στα ελληνικά
Μετάφραση: остригать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πόρπη, κουρεύω, συνδετήρας, ψαλιδίζω, κόβω, κοπή, κόψιμο, ξύρισμα, ξυρίσετε, ξυρίσει, ξυρίζουν, ξυρίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вездеход στα ελληνικά - όχημα, οχήματος, οχημάτων, του οχήματος, αυτοκινήτου
- вмуровывать στα ελληνικά - τοίχος, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδόμηση, οικοδομήσει, κατασκευή
- впалый στα ελληνικά - βαθουλωμένος, υπόκωφος, κοίλος, κούφιος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, ...
- грациозный στα ελληνικά - ευάερος, χαριτωμένος, χαριτωμένη, χαριτωμένο, χαριτωμένες, χαριτωμένα
Τυχαίες λέξεις
Остригать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πόρπη, κουρεύω, συνδετήρας, ψαλιδίζω, κόβω, κοπή, κόψιμο, ξύρισμα, ξυρίσετε, ξυρίσει, ξυρίζουν, ξυρίσουν
Μεταφράσεις: πόρπη, κουρεύω, συνδετήρας, ψαλιδίζω, κόβω, κοπή, κόψιμο, ξύρισμα, ξυρίσετε, ξυρίσει, ξυρίζουν, ξυρίσουν