Осыпь στα ελληνικά
Μετάφραση: осыпь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξετάζω, σάρα, λιθώνες, κορήματα, με λιθώνες, κορ- ρήματα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анахорет στα ελληνικά - ασκητής, αναχωρήτης, αναχωρητή, αναχωρητής, ασκητή
- бона στα ελληνικά - συγκολλώ, δεσμός, συνδέω, Bon, άνθρακα, του άνθρακα, Μπον, ...
- бродяжничать στα ελληνικά - αλήτης, σουλατσάρω, αγύρτης, μόρτης, ελεύθερα φορτηγά πλοία, με ελεύθερα φορτηγά πλοία, ελεύθερα φορτηγά, ...
- делимое στα ελληνικά - μέρισμα, μερίσματος, μερισμάτων, μερίσματα, μερισματική
Τυχαίες λέξεις
Осыпь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξετάζω, σάρα, λιθώνες, κορήματα, με λιθώνες, κορ- ρήματα
Μεταφράσεις: εξετάζω, σάρα, λιθώνες, κορήματα, με λιθώνες, κορ- ρήματα