Отбить στα ελληνικά

Μετάφραση: отбить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντικατοπτρίζω, καθρέφτης, αντανακλώ, παλέψουν, καταπολεμήσει, παλεψει μακριά, καταπολέμηση της στα ανοικτά, καταπολεμήσουν τον
Отбить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вещественно στα ελληνικά - υλικά, ουσιαστικά, σημαντικά, ουσιωδώς, ουσιαστικό
  • голодуха στα ελληνικά - λιμός, πείνα, πείνας, την πείνα, της πείνας, η πείνα
  • грот στα ελληνικά - σπηλιά, τόσο, έτσι, σπήλαιο, Grotto, σπηλαίου, σπηλιάς
  • добывание στα ελληνικά - καταγωγή, εξαγωγή, εκχύλιση, εκχύλισης, εξόρυξη, εκχυλίσεως
Τυχαίες λέξεις
Отбить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντικατοπτρίζω, καθρέφτης, αντανακλώ, παλέψουν, καταπολεμήσει, παλεψει μακριά, καταπολέμηση της στα ανοικτά, καταπολεμήσουν τον