Отбывающий στα ελληνικά
Μετάφραση: отбывающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινωνικός, εκδηλωτικός, εξωστρεφής, εξερχόμενος, εξερχόμενες, εξερχόμενων, εξερχόμενη, εξερχόμενα
Μεταφράσεις
- вбегать στα ελληνικά - βιασύνη, ορμή, τρέχω, τρέξει σε, τρέχει σε, αντιμετωπίσετε, συναντήσει, ...
- волевой στα ελληνικά - βουλητικός, ισχυρογνώμον, ισχυρογνώμοντα, ισχυρογνώμων, ισχυρογνώμονες
- дождемер στα ελληνικά - βροχόμετρο, βροχογράφος, βροχομέτρου, βροχομετρικών
- дрожки στα ελληνικά - droshky
Τυχαίες λέξεις
Отбывающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινωνικός, εκδηλωτικός, εξωστρεφής, εξερχόμενος, εξερχόμενες, εξερχόμενων, εξερχόμενη, εξερχόμενα
Μεταφράσεις: κοινωνικός, εκδηλωτικός, εξωστρεφής, εξερχόμενος, εξερχόμενες, εξερχόμενων, εξερχόμενη, εξερχόμενα