Λέξη: τόλμη

Σχετικές λέξεις: τόλμη

τόλμη και γοητεία επεισόδια, τόλμη και γοητεία, τόλμη και γοητεία ποιοι περασαν ποιοι έφυγαν και ποιοι συνεχίζουν ακόμη, τόλμη και γοητεία ετ3, τόλμη και γοητεία ηθοποιοί, τόλμη και αφασία, τόλμη και γοητεία ριτζ, τόλμη τησ θράκησ, τόλμη και γοητεία εξελίξεις, τόλμη και γοητεία πρώτο επεισόδιο

Συνώνυμα: τόλμη

έντερα, θάρρος, κουράγιο, σπλάγχνα, νεύρο, ψυχραιμία, θράσος, γενναιότης, γενναιότητα, ύσκα, τόλμημα, ευτολμία, θρασύτητα, παράλογη τόλμη, αντοχή

Μεταφράσεις: τόλμη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
boldness, daring, spunk, temerity, courage
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
osadía, atrevimiento, audacia, denuedo, la audacia
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kühnheit, kühn, wagend, verwegenheit, mut, wagemutig, appell, verwegen, herausforderung, aufforderung, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hardiesse, osé, insolence, provocation, toupet, audacieux, audace, bravoure, hardi, défi, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intrepidezza, audacia, baldanza, ardire, coraggio, l'audacia, ardimento
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
audácia, abalançar, ousar, desafio, audaz, ousadia, arrojo, coragem, intrepidez
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lef, koen, stoutmoedig, driest, stout, uitdaging, stoutmoedigheid, dapper, stoutheid, brutaal, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лихой, смелость, бедовый, смелый, дерзание, удальство, удалой, удалый, кураж, рискованный, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dristighet, frimodighet, djervhet, boldness, frimodighet til
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
djärvhet, mod, frimodighet, modighet, frimodiga
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
röyhkeys, uskalias, roisi, uhkarohkeus, yltiöpäinen, huimapäisyys, huimapäinen, rohkea, peloton, rohkeus, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dristighed, Frimodighed, frækhed, frimodigt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
drzost, smělost, troufalost, odvaha, opovážlivost, plnou svobodu, odvážné
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odwaga, śmiały, brawurowy, zuchwałość, śmiałość, brawura, śmiałości, boldness
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
merészség, merészsége, bátorsággal, bátorság, merészségével
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cesaret, cüretli, atılgan, cüret, boldness, çarpıcılığı, yüzsüzlük
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дерзання, сміливість, відважний, сміливий, смелость
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
guxim, trimëri, Guximi, ashpërsinë, ndryshon ashpërsinë, durueshëm qenkan
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
смелост, дръзновение, дързост, дързостта, имаме дръзновение
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
смеласць, адвага, смелость, адвагу, сьмеласьць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uljus, kartmatus, kartmatu, rõhutatus, julgus, jultumus, julgust, julgusega, julgusest, boldness
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
smion, hrabrost, hrabar, odvažan, smio, odvažnost, smjelost, slobodan, namršteni
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
djarfur, áræði, áræðni, djörfung, sýna áræði
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
temeritas
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
drąsa, galėdami drąsiai, drąsos, kokį pasitikėjimą, drąsą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
drosme, uzdrošināšanās, paļāvība, drosmi, pilnīgi paļaujos
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
смелост, храброста, бестрашност, храброст, слобода
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îndrăzneţ, îndrăzneală, îndrăzneala, indrazneala, curaj, cutezanță
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
smelost, drznost, drznosti, predrznost, hrabrost
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odvaha, odvahu, odvahy

Στατιστικά δημοτικότητας: τόλμη

Τυχαίες λέξεις