Λέξη: εξοικειώνομαι

Σχετικές λέξεις: εξοικειώνομαι

εξοικειώνομαι συνώνυμα, εξοικειώνομαι στα αγγλικα, εξοικειώνομαι αγγλικα

Μεταφράσεις: εξοικειώνομαι

εξοικειώνομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accustom, am familiar

εξοικειώνομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acostumbrar, habituar, estoy familiarizado, me he familiarizado

εξοικειώνομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewöhnen, bin, ich, am, mich

εξοικειώνομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
habituer, habituez, accoutumer, habituons, habituent, suis, am, je suis, ne suis

εξοικειώνομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assuefare, avvezzare, abituare, am, sono

εξοικειώνομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
habituar, acostume, acostumar, estou familiarizado, sou familiar, conheço, conheço bem, estar familiarizado

εξοικειώνομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
plegen, ben bekend, ben op de hoogte, ben vertrouwd, vertrouwd ben, bekend ben

εξοικειώνομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приучать, привыкать, я знаком, хорошо знаком, ознакомлен, я знакома, хорошо знакома

εξοικειώνομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
venne, er kjent, jeg kjent

εξοικειώνομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
är bekant, är förtrogen, är van, är väl insatt, finnas förtrogen

εξοικειώνομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tottua, tutustuttaa, totuttaa, olen, am

εξοικειώνομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
er bekendt

εξοικειώνομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
navyknout, zvyknout, dobře znám

εξοικειώνομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyzwyczajać, przyzwyczaić, znam, jestem zaznajomiony, zapoznałem, zapoznałem się, mi znane

εξοικειώνομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ismerem, tisztában vagyok, számomra ismert, jól ismerem

εξοικειώνομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alışkın, tanıdık, alışıktım, bildiğim, aşinayım, tanıyorum

εξοικειώνομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
призвичаїти, призвичаювати, привчіть, я знайомий

εξοικειώνομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
jam njohur, njoh, e njoh, jam i informuar

εξοικειώνομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съм запознат, Познавам

εξοικειώνομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
я знаёмы, мы знаёмыя, часу мы знаёмыя

εξοικειώνομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kohandama, harjutama, olen, kodu, oled, am, hea

εξοικειώνομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
okrivljeni, optuženik, optužena, optužen, ja, sam, am, me, jesam

εξοικειώνομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þekki

εξοικειώνομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
esu, am

εξοικειώνομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
esmu iepazinies

εξοικειώνομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сум запознаен, познавам, ги познавам

εξοικειώνομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sunt familiarizat, sunt familiarizați, Cunosc, sunt familiar, am cunoștință

εξοικειώνομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sem seznanjen, poznam

εξοικειώνομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dobre
Τυχαίες λέξεις