Λέξη: σύμπτωμα
Σχετικές λέξεις: σύμπτωμα
σύμπτωμα του l'hermitte, σύμπτωμα εγκυμοσύνη, σύμπτωμα εγκυμοσύνης διάρροια, σύμπτωμα υπνηλία, σύμπτωμα πρησμένα πόδια, σύμπτωμα υποθυρεοειδισμού, σύμπτωμα εγκυμοσύνης πόνος στη μέση, σύμπτωμα aids, σύμπτωμα εγκυμοσύνης, σύμπτωμα φαγούρα
Συνώνυμα: σύμπτωμα
ένδειξη, υπόδειξη, υποδήλωση
Μεταφράσεις: σύμπτωμα
σύμπτωμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
symptom, symptoms, symptom of, sign, a symptom
σύμπτωμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
síntoma, síntomas, los síntomas, de síntomas, de los síntomas
σύμπτωμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anzeichen, merkmal, symptom, kennzeichen, Symptom, Symptome, Symptoms
σύμπτωμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
symptôme, symposium, symptômes, des symptômes, le symptôme, symptôme le
σύμπτωμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sintomo, sintomi, dei sintomi, sintoma, sintomo di
σύμπτωμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
simetria, sintoma, sintomas, dos sintomas, de sintomas, sintoma de
σύμπτωμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verschijnsel, teken, symptoom, symptomen, de symptomen
σύμπτωμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
симптом, предзнаменование, признак, симптомом, симптомов, признаком
σύμπτωμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
symptom, symptomet, symptomer, symptomene
σύμπτωμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
symptom, symptomet, symtom, symtomet
σύμπτωμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oire, ilmaus, oireiden, oireita, oireen, oireet
σύμπτωμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
symptom, symptomer, symptomet, symptom på
σύμπτωμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
známka, příznak, symptom, příznakem, symptomem, příznaků
σύμπτωμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
objaw, przejaw, symptom, objawem, symptomem, objawów
σύμπτωμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tünet, tünete, tünetek, tünetet, tüneti
σύμπτωμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
semptom, belirti, belirtisi, semptomu
σύμπτωμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
признак, ознака, симптом
σύμπτωμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
simptomë, shenjë, simptomë e, simptoma, simptom
σύμπτωμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
симптом, симптомите, симптоми, на симптомите
σύμπτωμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сімптом, сымптом
σύμπτωμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sümptoom, sümptom, sümptomite, sümptomi, sümptomiks, sümptomeid
σύμπτωμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
simptom, simptoma, simptomi, znak, je simptom
σύμπτωμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einkenni, einkennið, einkenni sem, einkennin, einkenna
σύμπτωμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
simptomas, požymis, simptomų, simptomai
σύμπτωμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
simptoms, simptomu, pazīme, simptomi
σύμπτωμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
симптом, симптоми, симптомот, симптомите, на симптомите
σύμπτωμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
simptom, simptomelor, simptome, simptomul, simptom de
σύμπτωμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
simptom, simptomov, znak, simptomi
σύμπτωμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
symptóm, symptómov, symptom, príznak
Στατιστικά δημοτικότητας: σύμπτωμα
Τυχαίες λέξεις