Отважный στα ελληνικά
Μετάφραση: отважный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρωμαλέος, τολμηρός, τόλμη, γενναίος, θαρραλέος, απερίσκεπτος, γερός, εύσωμος, τόλμημα, ατάσθαλος, ανθεκτικός, παράτολμος, γενναία, γενναίοι, γενναίο, γενναίους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абердин στα ελληνικά - είδος σκωτσέζικου τερριέ, Αμπερντίν, aberdeen, Αμπερντήν, του Aberdeen
- безбожник στα ελληνικά - άθεος, αθεϊστής, άθεο, αθεϊστική, αθεϊστή
- ваттметр στα ελληνικά - βαττόμετρο, βατόμετρο, μετρητής ισχύος
- воздвигать στα ελληνικά - ανατρέφω, μπόι, ορθώνω, αναστηλώνω, κορμοστασιά, ανεγείρω, πισινός, ...
Τυχαίες λέξεις
Отважный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρωμαλέος, τολμηρός, τόλμη, γενναίος, θαρραλέος, απερίσκεπτος, γερός, εύσωμος, τόλμημα, ατάσθαλος, ανθεκτικός, παράτολμος, γενναία, γενναίοι, γενναίο, γενναίους
Μεταφράσεις: ρωμαλέος, τολμηρός, τόλμη, γενναίος, θαρραλέος, απερίσκεπτος, γερός, εύσωμος, τόλμημα, ατάσθαλος, ανθεκτικός, παράτολμος, γενναία, γενναίοι, γενναίο, γενναίους