Отвергать στα ελληνικά
Μετάφραση: отвергать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρεκτρέπω, σειρά, στροφή, ταμίας, ξεπεσμός, απορρίπτω, μαρασμός, κλίνω, αποποιούμαι, στρίβω, σκουπίδια, απορρίψει, απορρίπτει, απορρίπτουν, να απορρίψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вошедший στα ελληνικά - εισέλθει, τέθηκε, εισήλθε, εγγράφονται, άρχισε
- данник στα ελληνικά - παραπόταμος, παραπόταμο, παραπόταμου, παραποτάμου, υποτελής
- десятка στα ελληνικά - φροντίζω, δέκα, από δέκα, δεκάδα
- довершать στα ελληνικά - τελείωμα, τερματισμός, τελειώνω, ολοκληρώνω, ολόκληρος, ολοκλήρωση, τέλος, ...
Τυχαίες λέξεις
Отвергать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρεκτρέπω, σειρά, στροφή, ταμίας, ξεπεσμός, απορρίπτω, μαρασμός, κλίνω, αποποιούμαι, στρίβω, σκουπίδια, απορρίψει, απορρίπτει, απορρίπτουν, να απορρίψει
Μεταφράσεις: παρεκτρέπω, σειρά, στροφή, ταμίας, ξεπεσμός, απορρίπτω, μαρασμός, κλίνω, αποποιούμαι, στρίβω, σκουπίδια, απορρίψει, απορρίπτει, απορρίπτουν, να απορρίψει