Λέξη: σφυρίζω

Σχετικές λέξεις: σφυρίζω

σου σφυρίζω, πως σφυρίζω, σε σφυρίζω, σφυρίζω αδιάφορα, σφυρίζω κλέφτικα, σφυρίζω και παραμιλώ, σφυρίζω στα αγγλικα, σφυρίζω in english

Συνώνυμα: σφυρίζω

συρίζω, φυσώ, ανατινάσσω, λαχανιάζω, αποκαλύπτω, ανθίζω, τσιρίζω, τσιτσιρίζω, σφυρίζω αποδοκιμαστικά, αποδοκιμάζω, συρίζω κινούμενος γρήγορα

Μεταφράσεις: σφυρίζω

σφυρίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hiss, whistle, whiz, fizz, blow

σφυρίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pito, chichear, silbar, pitido, silbato, pitar, silbido, zumbido, genio, whiz, genio de

σφυρίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auspfeifen, zischen, pfeife, pfiff, pfeifen, sausen, flitzen, schwirren, whiz

σφυρίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
siffler, sifflent, sifflement, sifflet, Whiz, as, prodige, Whiz fait

σφυρίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fischiare, sibilo, sibilare, fischietto, fischio, zufolare, mago, whiz, whizz

σφυρίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
silvo, seus, zumbido, sua, cochichar, assobio, sussurrar, sibilar, suas, assobiar, sussurro, silvar, seu, whiz, génio, gênio, whiz do

σφυρίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gefluit, gieren, sissen, fluiten, suizen, whiz, whizzkid, whizz

σφυρίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прошипеть, свистать, посвистеть, свистеть, посвистывать, свист, шипение, просвистеть, освистывать, присвистывать, шипеть, освистать, полустанок, свистом, свиста, восходящая, молодчина

σφυρίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fløyte, frese, plystre, whiz, suse, ekspert, trollmann, futt

σφυρίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fräsa, vina, expert, whiz, susa, whizz

σφυρίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kohina, suhista, pihinä, kihinä, sihistä, vihellellä, sähinä, vihellyspilli, vihellys, pihistä, viheltää, hurahtaa, whiz, suhahdus, whizz, haka

σφυρίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fløjt, fløjte, Whiz, guru, ekspert, suser, whizz

σφυρίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zahvízdat, syčet, sykot, pískání, syčení, vypískat, hvízdat, pískat, svištět, svist, Whiz, fičení

σφυρίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poszum, bzykać, syk, syczeć, syczenie, świstać, świszczeć, gwizdać, pogwizdywać, świst, gwizd, bzyk

σφυρίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
réshang, pisszegés, fütty, zúg, zseniális, zseni, guru, süvítés

σφυρίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ıslık, vızıltı, whiz, usta, harika, whizz

σφυρίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
свист, шипіти, віст, зашипіти, посвист

σφυρίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fishkëllej, kampion, gumëzhimë, fërshëllimë, fishkëllimë, fërshëllimë e

σφυρίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фуча, факир, жужа, жужене, фучене

σφυρίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
свiсток, свіст, сьвіст

σφυρίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kahin, sisin, sosin, sosistama, sisisema, viuhti, Viuhahdus, vihin, whiz, vihisema

σφυρίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izviždati, zvuk, zviždaljka, zvižduk, zviždati, zviždanje, fijuk, ekspert, fijukati, čudo od, whiz

σφυρίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blístra, whiz

σφυρίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
švilpukas, švilpynė, nusišvilpti, zvimbimas, švilpimas, Bzykać

σφυρίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
svilpe, sīkšana, džinkstēt, svilpšana

σφυρίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
факир, махер, зделка, добра зделка, махер за

σφυρίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fluier, bâzâit, fluiera, vâj, vâjâi, afacere abil încheiată

σφυρίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
piščalka, čarovnik, Žvižg, Prozujati, Fijuk

σφυρίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
píšťalka, píšťala, pískať, svišťať, svištět
Τυχαίες λέξεις