Отвлекать στα ελληνικά
Μετάφραση: отвлекать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποσπώ, παρεκτρέπω, διασπώ, εκτρέψει, εκτροπή, εκτρέψουν, προωθήσετε, την εκτροπή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взять στα ελληνικά - ώμος, σπάλα, παίρνω, λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, ...
- герметичный στα ελληνικά - σφραγισμένο, σφραγίζεται, σφραγίζονται, σφραγισμένη, σφραγισμένες
- графиня στα ελληνικά - κόμισσα, κοντέσα, Countess, κόμισσας, κοντέσας
- дезинформация στα ελληνικά - παραπληροφόρηση, παραπληροφόρησης, την παραπληροφόρηση, η παραπληροφόρηση, της παραπληροφόρησης
Τυχαίες λέξεις
Отвлекать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποσπώ, παρεκτρέπω, διασπώ, εκτρέψει, εκτροπή, εκτρέψουν, προωθήσετε, την εκτροπή
Μεταφράσεις: αποσπώ, παρεκτρέπω, διασπώ, εκτρέψει, εκτροπή, εκτρέψουν, προωθήσετε, την εκτροπή