Отвлечь στα ελληνικά

Μετάφραση: отвлечь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρεκτρέπω, παρακωλύω, αποκλείω, εκτρέψει, εκτροπή, εκτρέψουν, προωθήσετε, την εκτροπή
Отвлечь στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • брошюровать στα ελληνικά - ράβω, ραφή, broshyurovat
  • взрыватель στα ελληνικά - φυτίλι, φιτίλι, ασφάλεια, ασφαλειών, ασφάλειας, την ασφάλεια, της ασφάλειας
  • дуреть στα ελληνικά - αρμόζω, αυξάνομαι, μεγαλώνω, γίνομαι, μεγαλώνουν, αυξάνεται, αυξάνονται, ...
  • дюжий στα ελληνικά - ανθεκτικός, δυνατός, γερός, ρωμαλέος, βαρύς, βαριά, βαρύ, ...
Τυχαίες λέξεις
Отвлечь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρεκτρέπω, παρακωλύω, αποκλείω, εκτρέψει, εκτροπή, εκτρέψουν, προωθήσετε, την εκτροπή