Отвод στα ελληνικά
Μετάφραση: отвод, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηγετικός, χορηγώ, αποχώρηση, επίδομα, κορυφαίος, παρέκβαση, επιχορηγώ, κλήρος, παρεκτροπή, λήψη, ανάληψη, υποτροφία, βρύση, βρύσης, πατήστε, της βρύσης, πιέστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выдыхание στα ελληνικά - απόπνοια, εκπνοής, εκπνοή, την εκπνοή, της εκπνοής
- давность στα ελληνικά - παραγραφή, περιστολή, περιορισμός, αρχαιότητα, συνταγή, ιατρική συνταγή, συνταγής, ...
- дать στα ελληνικά - επιχορηγώ, σοδειά, υποτροφία, δίνω, χορηγώ, απονέμω, καθιστώ, ...
- доверяющий στα ελληνικά - εμπιστευτικός, τραστ, καταπιστεύματα, καταπιστευμάτων, εμπιστεύεται, ευελπιστεί
Τυχαίες λέξεις
Отвод στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηγετικός, χορηγώ, αποχώρηση, επίδομα, κορυφαίος, παρέκβαση, επιχορηγώ, κλήρος, παρεκτροπή, λήψη, ανάληψη, υποτροφία, βρύση, βρύσης, πατήστε, της βρύσης, πιέστε
Μεταφράσεις: ηγετικός, χορηγώ, αποχώρηση, επίδομα, κορυφαίος, παρέκβαση, επιχορηγώ, κλήρος, παρεκτροπή, λήψη, ανάληψη, υποτροφία, βρύση, βρύσης, πατήστε, της βρύσης, πιέστε