Отворотить στα ελληνικά
Μετάφραση: отворотить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακωλύω, αποκλείω, σειρά, στροφή, στρίβω, πετό, πέτου, πέτο, το πέτο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аметист στα ελληνικά - αμέθυστος, αμέθυστο, αμέθυστου
- грандиозный στα ελληνικά - πελώριος, κολοσσιαίος, σπουδαίος, δυνατός, τεράστιος, λαμπρός, μεγάλος, ...
- двойной στα ελληνικά - σωσίας, δυαδικός, διπλασιάζω, διπλός, διπλό, διπλή, διπλής, ...
- детскость στα ελληνικά - παιδικότητα, παιδικότητά, την παιδικότητά, την παιδικότητα, η παιδικότητα
Τυχαίες λέξεις
Отворотить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακωλύω, αποκλείω, σειρά, στροφή, στρίβω, πετό, πέτου, πέτο, το πέτο
Μεταφράσεις: παρακωλύω, αποκλείω, σειρά, στροφή, στρίβω, πετό, πέτου, πέτο, το πέτο