Отделение στα ελληνικά
Μετάφραση: отделение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διχασμός, μεραρχία, τομή, χωρίζω, αποσκίρτηση, οίκος, τμήμα, χωρισμός, μέρος, κλάδος, κλαδί, μερίδιο, υποκατάστημα, διαζύγιο, διαίρεση, αποκόλληση, γραφείο, Office, γραφείου, γραφείων, τελωνείο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- агент στα ελληνικά - χρηματομεσίτης, μεσίτης, παράγων, παράγοντας, συντελεστής, πράκτορας, αντιπρόσωπος, ...
- братство στα ελληνικά - κοινότητα, αδελφότητα, αδελφοσύνη, αδελφοσύνης, αδελφότητας, την αδελφοσύνη
- вывинтить στα ελληνικά - ξεβιδώστε, ξεβιδώσει, ξεβιδώσετε, ξεβιδώνετε
- гравировщик στα ελληνικά - χαράκτης, χαράκτη, engraver, χαράκτριας, χαράκτρια
Τυχαίες λέξεις
Отделение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διχασμός, μεραρχία, τομή, χωρίζω, αποσκίρτηση, οίκος, τμήμα, χωρισμός, μέρος, κλάδος, κλαδί, μερίδιο, υποκατάστημα, διαζύγιο, διαίρεση, αποκόλληση, γραφείο, Office, γραφείου, γραφείων, τελωνείο
Μεταφράσεις: διχασμός, μεραρχία, τομή, χωρίζω, αποσκίρτηση, οίκος, τμήμα, χωρισμός, μέρος, κλάδος, κλαδί, μερίδιο, υποκατάστημα, διαζύγιο, διαίρεση, αποκόλληση, γραφείο, Office, γραφείου, γραφείων, τελωνείο