Отживший στα ελληνικά

Μετάφραση: отживший, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαρχαιωμένος, παρωχημένες, παρωχημένα, παρωχημένη, ξεπερασμένο, άνευ αντικειμένου
Отживший στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бадья στα ελληνικά - σαπιοκάραβο, κουβάς, μπάνιο, κάδος, μπανιέρα, ντουζιέρα, μπανιέρας
  • величавый στα ελληνικά - αβρός, σπουδαίος, ψηλός, εύθυμος, λαμπρός, κεφάτος, μεγάλος, ...
  • декламировать στα ελληνικά - λέω, δημηγορώ, ρητορεύω, ρητορική διακήρυξη, διαλαλεί, μια ρητορική διακήρυξη
  • диагональ στα ελληνικά - διαγώνιος, διαγώνια, διαγώνιο, διαγωνίου, διαγώνιες
Τυχαίες λέξεις
Отживший στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαρχαιωμένος, παρωχημένες, παρωχημένα, παρωχημένη, ξεπερασμένο, άνευ αντικειμένου