Отложить στα ελληνικά

Μετάφραση: отложить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστέλλω, ένσταση, κρεμώ, νουθετώ, παρακρατώ, διάλεξη, εφεδρικός, παρακαταθήκη, αναβάλλω, καθυστέρηση, εφεδρεία, θυμάμαι, να αναιρέσει, αναιρέσει, που προορίζεται, αναίρεση, αναιρεθεί
Отложить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аэростат στα ελληνικά - αερόστατο, μπαλόνι, μπαλονιού, μπαλονάκι, μπαλονιών
  • взмыленный στα ελληνικά - αφρώδης, αφρώδες, αφρώδους, αφρώδη, foamy
  • евразийский στα ελληνικά - Ευρασίας, της Ευρασίας, ευρασιατική, ευρασιατικών, Ευρασιατικές
  • жемчужина στα ελληνικά - μαργαριτάρι, μαργαριταρένια, μαργαριταριών, μαργαριτάρια, μαργαριταρένιο
Τυχαίες λέξεις
Отложить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστέλλω, ένσταση, κρεμώ, νουθετώ, παρακρατώ, διάλεξη, εφεδρικός, παρακαταθήκη, αναβάλλω, καθυστέρηση, εφεδρεία, θυμάμαι, να αναιρέσει, αναιρέσει, που προορίζεται, αναίρεση, αναιρεθεί