Отплачивать στα ελληνικά
Μετάφραση: отплачивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανταμείβω, ανταποδίνω, εκδικούμαι, πληρώνω, πληρωμή, ξεπληρώνω, αποπληρώσει, εξοφλήσει, επιστρέψει, αποπληρωμή, να επιστρέψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аккордеон στα ελληνικά - ακορντεόν, ακκορντεόν, το ακορντεόν, ακκορντέον
- бентос στα ελληνικά - βένθους, βενθικών οργανισμών, βένθος, οργανισμών του βυθού, βενθικοί
- гольян στα ελληνικά - ψαράκι, κυπρίνος, φοξίνος, κυπρίνο, σπουργίτης μπροστά της
- дудник στα ελληνικά - αγγελική, Angelica, αγγελικής, αγγέλικας, Αντζέλικα
Τυχαίες λέξεις
Отплачивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανταμείβω, ανταποδίνω, εκδικούμαι, πληρώνω, πληρωμή, ξεπληρώνω, αποπληρώσει, εξοφλήσει, επιστρέψει, αποπληρωμή, να επιστρέψει
Μεταφράσεις: ανταμείβω, ανταποδίνω, εκδικούμαι, πληρώνω, πληρωμή, ξεπληρώνω, αποπληρώσει, εξοφλήσει, επιστρέψει, αποπληρωμή, να επιστρέψει