Λέξη: γαμπρός

Σχετικές λέξεις: γαμπρός

γαμπρός απ το λονδίνο, γαμπρός για κλάματα 1962, γαμπρός της συμφοράς online, γαμπρός 2014, γαμπρός ονειροκρίτης, γαμπρός για κλάματα, γαμπρός της συμφοράς

Συνώνυμα: γαμπρός

ιπποκόμος, γαμβρός

Μεταφράσεις: γαμπρός

γαμπρός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
groom, son-in-law, bridegroom, the groom

γαμπρός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
yerno, caballerizo, novio, el novio, del novio, novia, novio de

γαμπρός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bräutigam, stallknecht, schwiegersohn, stallmeister, eidam, Bräutigam, Bräutigams, groom, des Bräutigams

γαμπρός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
panser, beau-fils, groom, marié, gendre, palefrenier, jeune marié, le marié, époux

γαμπρός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
palafreniere, sposo, lo sposo, dello sposo, groom, stalliere

γαμπρός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
noivo, groom, do noivo, noivos, o noivo

γαμπρός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stalknecht, bruidegom, de bruidegom, groom

γαμπρός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
суженый, конюх, жених, грум, зять, придворный, нареченный, невеста, жениха, женихом

γαμπρός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
svigersønn, brudgommen, groom, brudgom, stallkar

γαμπρός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brudgum, brudgummen, paret, groom

γαμπρός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tallirenki, ylkä, vävy, sulhanen, sulhasen, groom

γαμπρός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
svigersøn, brudgom, gommen, groom, nette, brudgommen

γαμπρός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zeť, štolba, čeledín, podkoní, ženich, nevěsta, ženicha, hřebelcovat

γαμπρός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fornal, zięć, koniuszy, koniuch, szambelan, obrządzać, pan młody, stajenny, oczyszczenie, groom

γαμπρός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vej, szénavilla, szolga, legényke, vőlegény, a vőlegény, lovász, võlegény

γαμπρός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
damat, damadın, groom, güvey

γαμπρός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наречений, конюх, грум, зять, геріатрія, жених, молодий

γαμπρός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dhëndër, grazhdar, dhëndërit, dhëndëri, dhëndri

γαμπρός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жених, младоженец, коняр, младоженеца, годеник

γαμπρός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зяць, жаніх, малады

γαμπρός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väi, väimees, peigmees, sugema, tallimees, peigmehe, peigmeest, peig

γαμπρός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sluga, konjušar, mladoženja, ženik, momak, mladoženja je

γαμπρός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Brúðguminn, lukku, hestasveins, brúðgumanum

γαμπρός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jaunikis, jaunikio, prižiūrėti, jaunasis, arklininkas

γαμπρός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
znots, līgavainis, groom, līgavaini, līgavainim

γαμπρός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зетот, младоженецот, младоженец, зет

γαμπρός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ginere, mire, mirele, mireasa, mirelui, groom

γαμπρός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zet, ženin, ženina, nevesta

γαμπρός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zať, ženích, ženícha

Στατιστικά δημοτικότητας: γαμπρός

Τυχαίες λέξεις