Отрывать στα ελληνικά

Μετάφραση: отрывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διχάζω, νύξη, σχίζω, κόβω, χωρίζω, αποκόβω, δάκρυ, σκάβω, σαρκασμός, σκίζω, κέντρισμα, διαιρώ, σχίσιμο, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί
Отрывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • армия στα ελληνικά - στρατός, Στρατού, στρατό, Army, του Στρατού
  • баловать στα ελληνικά - παραχαϊδεύω, χαλώ, κακομαθαίνω, γιαγιά, εντρυφώ, βαβά, θωπεύω, ...
  • вооружать στα ελληνικά - όπλο, μπράτσο, χέρι, βραχίονα, βραχίονας, σκέλος
  • гипс στα ελληνικά - ρίξιμο, αλάβαστρο, βολή, γύψος, λευκοπλάστης, επιτελείο, γύψου, ...
Τυχαίες λέξεις
Отрывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διχάζω, νύξη, σχίζω, κόβω, χωρίζω, αποκόβω, δάκρυ, σκάβω, σαρκασμός, σκίζω, κέντρισμα, διαιρώ, σχίσιμο, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί