Отряжать στα ελληνικά
Μετάφραση: отряжать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκολλώ, απαριθμώ, λεπτομέρεια, αποκολληθούν, αποσπώνται, αποκολληθεί, αποσυνδέσετε, αποσπάσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арбитраж στα ελληνικά - διαιτησία, διαιτησίας, διαιτησίας που, διαιτητικό, διαιτητική
- африка στα ελληνικά - Αφρική, Αφρικής, africa, την Αφρική, ΑΦΡΙΚΗ
- взъерошиваться στα ελληνικά - ανατριχιάζω, τρίχα, βολάν, κυματισμών, πτυχώσεις, ruffles, πτυχώσεων
- галтель στα ελληνικά - φιλέτο, φιλέτου, φιλέτων, φιλέτα, το φιλέτο
Τυχαίες λέξεις
Отряжать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκολλώ, απαριθμώ, λεπτομέρεια, αποκολληθούν, αποσπώνται, αποκολληθεί, αποσυνδέσετε, αποσπάσει
Μεταφράσεις: αποκολλώ, απαριθμώ, λεπτομέρεια, αποκολληθούν, αποσπώνται, αποκολληθεί, αποσυνδέσετε, αποσπάσει