Λέξη: σύνδεσμος
Σχετικές λέξεις: σύνδεσμος
σύνδεσμος εταιρειών φωτοβολταϊκών, σύνδεσμος βιομηχανιών βορείου ελλάδος, σύνδεσμος ελλήνων εμπορικολόγων, σύνδεσμος εθνικής ενότητας, σύνδεσμος ελληνικών κλινικών, σύνδεσμος εθνικής ενότητας - χρήστος χρηστίδης, σύνδεσμος εξαγωγέων κρήτης, σύνδεσμος ήλιος, σύνδεσμος αιγυπτιωτών ελλήνων, σύνδεσμος ελληνικής κτηνοτροφίας
Συνώνυμα: σύνδεσμος
δεσμός, κρίκος, πλέγμα, συνάφεια, λεύγα, λεύγη, επικοινωνία, αθέμιτοι σχέσεις, σχέση, εταιρία, όμιλος, συνεταιρισμός, σύνδεση, συνδρομή, συνδετική λέξη, συρροή, σύζευξη
Μεταφράσεις: σύνδεσμος
σύνδεσμος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ligament, conjunction, link, liaison, association, connector
σύνδεσμος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ligamento, conjunción, ligadura, enlace, vínculo, enlace de, relación, conexión
σύνδεσμος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
band, ausgang, verbindung, konjunktion, Link, Verbindung, Verbindungs, Verknüpfung
σύνδεσμος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lien, réunion, liaison, connexité, union, communication, cohérence, couplage, correspondance, ligament, raccord, attache, combinaison, relation, conjonction, fusionnement, le lien, du lien, lien qui
σύνδεσμος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
legamento, unione, collegamento, legame, Link, link del, nesso
σύνδεσμος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
junção, link, ligação, Fazer o link, Fazer a ligação, elo
σύνδεσμος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
conjunctie, link, koppeling, verband, verbinding, klikken
σύνδεσμος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
связка, связывание, сопряжение, стечение, перекресток, совпадение, соитие, совмещение, соединение, связь, сочетание, ссылка, ссылку, найти ссылку, ссылками
σύνδεσμος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forbindelse, bånd, link, lenken, adresse, linken, koblingen
σύνδεσμος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
samband, länk, länken, dressen, link, koppling
σύνδεσμος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sidesana, liittäminen, yhdistäminen, side, nivelside, jänneside, konjunktio, yhteys, linkki, linkkiä, linkin, yhteyttä
σύνδεσμος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bindeord, link, linket, forbindelse, forbindelsen, sammenhæng
σύνδεσμος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spojení, konjunkce, shoda, spojitost, kombinace, vaz, spojka, souvislost, svazek, pouto, šlacha, odkaz, odkaz v, link
σύνδεσμος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
związek, wiązadło, ścięgno, spójnik, połączenie, powiązanie, ogniwo, łącze, Informacje
σύνδεσμος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
összejátszás, ínszalag, link, linket, a linket, kapcsolat, linkre
σύνδεσμος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bağlantı, linki, bağlantısı, bağlantınızı, Link
σύνδεσμος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
злука, злуку, поєднання, стікання, з'єднання, підйоми, посилання, лінк, заслання
σύνδεσμος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lidhje, lidhja, lidhjen, lidhje e, lidhje të
σύνδεσμος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
връзка, линк, връзката, линк в
σύνδεσμος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спасылка, спасылка Калі
σύνδεσμος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
konjunktsioon, samaaegsus, sidesõna, link, seos, lingi, linki, seose
σύνδεσμος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
spoju, veznik, spajanje, spoj, link, veza, linkova, poveznica, karika
σύνδεσμος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samtenging, hlekkur, tengilinn, tengil, tengill, tengsl
σύνδεσμος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jungtukas, ryšys, nuoroda, nuorodą, link, ryšio
σύνδεσμος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saite, link, saikne, saiti, saites
σύνδεσμος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
линк, врска, врската, линкот, копчето
σύνδεσμος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
legătură, link, legătură într
σύνδεσμος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vaz, spojka, povezava, povezave, povezavo, zveza, Link
σύνδεσμος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spojka, odkaz, prepojenie