Λέξη: ηπειρωτικός
Σχετικές λέξεις: ηπειρωτικός
ηπειρωτικός αγώνας, ηπειρωτικός γάμος, ηπειρωτικός λόγος, ηπειρωτικός σύλλογος κέρκυρας, ηπειρωτικός αποκλεισμός, ηπειρωτικός σύλλογος φρανκφούρτης, ηπειρωτικόσ φλοιόσ
Συνώνυμα: ηπειρωτικός
ευρωπαϊκός
Μεταφράσεις: ηπειρωτικός
ηπειρωτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
continental, continental in, Epirot
ηπειρωτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
continental, continental de, continentales
ηπειρωτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kontinental, Continental, kontinentales, kontinentalen, kontinentale
ηπειρωτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
continental, continentale, continent, continentaux, du continent
ηπειρωτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
continentale, Continental, continentale a, continentali
ηπειρωτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
continental, continental de, continentais, continente
ηπειρωτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
continentaal, Continental, continentale, een continentaal, vasteland
ηπειρωτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
материковый, континентальный, небританский, иностранный, Continental, континентального, континентальной, континентальная
ηπειρωτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kontinentale, kontinental, continental, Kontinentalt
ηπειρωτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kontinental, Continental, kontinentala, Kontinentalt
ηπειρωτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eurooppalainen, mannermainen, Manner, mannermaisen, mantereen
ηπειρωτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Continental, kontinentale, kontinental, kontinentalt, det kontinentale
ηπειρωτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vnitrozemský, kontinentální, Continental, kontinentálního, kontinentálním
ηπειρωτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kontynentalny, kontynentalne, continental, kontynentalne w, kontynentalnym
ηπειρωτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kontinentális, szárazföldi, Continental, a kontinentális, a Continental
ηπειρωτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kıta, kontinental, continental, kıtasal, karasal
ηπειρωτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
континентальний, континентальне, континентальним
ηπειρωτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kontinental, kontinentale, Continental, kontinentale e, kontinental të
ηπειρωτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
континентален, континентална, континенталния, континенталната, континентално
ηπειρωτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кантынентальны, кантынэнтальны
ηπειρωτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kontinentaalne, mandri, kontinentaalset, continental
ηπειρωτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kontinentalnom, kontinentalnog, kontinentalni, Continental, kontinentalna, Kontinentalno, kontinentalnu
ηπειρωτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Continental, evrópskur, meginlandi, meginlands, evrópskur á
ηπειρωτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žemyninis, kontinentinis, Continental, žemyno, kontinentinio
ηπειρωτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kontinentāls, kontinenta, kontinentālās, kontinentālā, continental
ηπειρωτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
континентален, континенталната, континентална, континентални, континенталниот
ηπειρωτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
continental, continentală, continentale, continentala
ηπειρωτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kontinentální, continental, kontinentalni, kontinentalna, kontinentalno, celinsko
ηπειρωτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pevninský, kontinentálne, kontinentálnej, kontinentálna, kontinentálny, kontinentálnu
Τυχαίες λέξεις