Отсасывать στα ελληνικά
Μετάφραση: отсасывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θηλάζω, γλείφω, οχετός, στραγγίζω, ρουφώ, πιπιλίζουν μακριά, αναρροφάτε το, αναρροφάτε το περιεχ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- белка στα ελληνικά - σκίουρος, σκίουρο, σκίουρου, σκιούρων
- ввертеть στα ελληνικά - βίδα, βιδώνω, vvertet
- гальванизация στα ελληνικά - γαλβανισμό, γαλβάνισμα, γαλβανισμός, ψευδαργύρωση, γαλβανισμού
- жароустойчивый στα ελληνικά - αντιαναφλεκτικά, αντιαναφλεκτικό, μη αναφλέξιμο, αντιαναφλεκτικών, αντιαναφλεκτικού
Τυχαίες λέξεις
Отсасывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θηλάζω, γλείφω, οχετός, στραγγίζω, ρουφώ, πιπιλίζουν μακριά, αναρροφάτε το, αναρροφάτε το περιεχ
Μεταφράσεις: θηλάζω, γλείφω, οχετός, στραγγίζω, ρουφώ, πιπιλίζουν μακριά, αναρροφάτε το, αναρροφάτε το περιεχ