Отставать στα ελληνικά
Μετάφραση: отставать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρέχω, καθυστερώ, εκπίπτω, πτώση, υστέρηση, χαζεύω, πέφτω, περιδιαβάζω, επιβραδύνω, χάνω, καθυστέρηση, υστέρησης, lag, καθυστέρησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вермишель στα ελληνικά - φιδές, τρούφα, vermicelli, φιδέ, τρούφας
- вздуть στα ελληνικά - φουσκώνουν, διογκώσει, φουσκώνει, διογκώνουν, φουσκώσει
- данник στα ελληνικά - παραπόταμος, παραπόταμο, παραπόταμου, παραποτάμου, υποτελής
- душка στα ελληνικά - αγαπητός, αυτή, σκύβω, ακριβός, πάπια, ducky
Τυχαίες λέξεις
Отставать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρέχω, καθυστερώ, εκπίπτω, πτώση, υστέρηση, χαζεύω, πέφτω, περιδιαβάζω, επιβραδύνω, χάνω, καθυστέρηση, υστέρησης, lag, καθυστέρησης
Μεταφράσεις: τρέχω, καθυστερώ, εκπίπτω, πτώση, υστέρηση, χαζεύω, πέφτω, περιδιαβάζω, επιβραδύνω, χάνω, καθυστέρηση, υστέρησης, lag, καθυστέρησης