Оттого στα ελληνικά

Μετάφραση: оттого, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άραγε, αυτός είναι ο λόγος, τον λόγο, για τον λόγο
Оттого στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • апостольский στα ελληνικά - αποστολικός, αποστολική, αποστολικής, αποστολικό, αποστολικού
  • безумно στα ελληνικά - απαίσια, deliriously, παραληρηματικά, πανηγυρίζουν, συνήθως φτιάχνεται
  • биосфера στα ελληνικά - βιόσφαιρα, βιόσφαιρας, της βιόσφαιρας, τη βιόσφαιρα, στη βιόσφαιρα
  • донашиваться στα ελληνικά - αποκτώ, παίρνω, φοράει, φορά, φθείρεται, φθείρει, εξασθενεί
Τυχαίες λέξεις
Оттого στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άραγε, αυτός είναι ο λόγος, τον λόγο, για τον λόγο