Отходящий στα ελληνικά
Μετάφραση: отходящий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκδηλωτικός, κοινωνικός, εξωστρεφής, απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
Μεταφράσεις
- всплескивать στα ελληνικά - πιτσιλάω, πιτσιλίζω, πλατσουρίζω, συνδετήρες, πόρπες, άγκιστρα, αγκράφες, ...
- девясил στα ελληνικά - νάρδος, Nard, Ναρντ, νάρδο, η νάρδος
- дефиле στα ελληνικά - λερώνω, λαγκάδα, φαράγγι, μαγαρίζω, ρεματιά, κυκλοφορώ, βεβηλώνω, ...
- жмот στα ελληνικά - φιλάργυρος, τσιγκούνη, τσιγκούνης, φιλάργυρο, miser
Τυχαίες λέξεις
Отходящий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκδηλωτικός, κοινωνικός, εξωστρεφής, απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
Μεταφράσεις: εκδηλωτικός, κοινωνικός, εξωστρεφής, απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα