Λέξη: εκθλίβω

Μεταφράσεις: εκθλίβω

εκθλίβω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
elide, extractor, crushed, squeezed, crush, is expressed

εκθλίβω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
extractor, extractora, extractor de, extractora de, campana extractora

εκθλίβω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Dunst, Dunstabzugs, Abzugs, Extraktor, Dunstabzug

εκθλίβω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
omettre, extracteur, hotte, extraction, une hotte, aspiration

εκθλίβω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
estrattore, aspirante, cappa, estrattore di, aspiratore

εκθλίβω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
extrator, extractor, exaustor, extrator de, extractor de

εκθλίβω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afkappen, afzuigkap, dampkap, extractor, trekker, extractie

εκθλίβω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выпускать, вычеркивать, экстрактор, вытяжка, экстрактора, извлечения, вытяжной

εκθλίβω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vifte, avtrekks, kjøkkenvifte, extractor, komfyr

εκθλίβω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
extraktor, utdragare, extractor, extraktorn, utsug

εκθλίβω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
linko, liesituuletin, uuttolaite, poistoimurit, uuttolaitteessa

εκθλίβω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
emhætte, extractor, ekstraktor, ekstraktoren, ekstraktionsapparat

εκθλίβω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vynechat, Extractor, extraktor, odsavač, extraktoru, s odstřeďováním

εκθλίβω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opuścić, opuszczać, ekstraktor, wyciąg, extractor, ekstraktora, odkurzacz

εκθλίβω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elszívó, páraelszívó, Extractor, Szagelszívó, extraháló

εκθλίβω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ekstraktör, çıkarıcı, extractor, aspiratör, emici

εκθλίβω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
замовчте, викреслювати, випускати, екстрактор, ЕКСТРАКТОРИ

εκθλίβω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
heqës, nxjerrës, ekstraktor

εκθλίβω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
абсорбатор, аспиратор, екстрактор, ширм, извличане

εκθλίβω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
экстрактар, экстрактор

εκθλίβω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eemaldi, ekstraktorisse, ekstraktor, lahtipakkija, extractor

εκθλίβω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izostaviti, ispustiti, prešutjeti, koji izvlači, Extractor, izvlači, ekstraktor

εκθλίβω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Búnaður

εκθλίβω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ištraukėjas, šalintuvas, Extractor, siurbliui, ištraukimo

εκθλίβω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nosūcējs, ekstraktoru, spiedes, spiede, ekstraktors

εκθλίβω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
екстрактор, извлекувач, аспираторот, вадење, вадење на

εκθλίβω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
extractor, extractor de, hota, de extractie, de extracție

εκθλίβω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Ekstrakcijski, extractor, Odjem, ekstraktor, odvajanje zraka

εκθλίβω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
Extractor
Τυχαίες λέξεις