Λέξη: σοκ

Σχετικές λέξεις: σοκ

σοκ η παπούλια πέθανε στον ύπνο της, σοκ αν το δείς στο στηθοσ της γυναικασ τρέχα, σοκ συνωνυμα, σοκ λιντερ, σοκ ξυλοκόπησε τη μητέρα του σε στούντιο εκπομπής, σοκ δειτε ποια μαθήτρια έπεσε μπροστά σε όλους και της φανηκαν ολα (video), σοκ πως είναι σήμερα ο 9χρονος bodybuilder που έχει μπει 2 φορές στο βιβλίο guinness, σοκ φμ, σοκ με σκάνδαλο υπνωτισμού κλονίζει το κατάστημα πλαίσιο, σοκ κάνανε live $εχ σε τηλεοπτική εκπομπή στην ισπανία, δογμα σοκ, δογμα, δογμα του σοκ, αλλεργικο σοκ, δόγμα του σοκ, βιντεο σοκ, sok, σοκ fm

Συνώνυμα: σοκ

δοχείο, κανάτα, τσίριγμα, κακοφωνία, τράνταγμα, τίναγμα, πήδημα, αιφνίδια ταραχή, αιφνίδια προσβολή, συγκλονισμός

Μεταφράσεις: σοκ

σοκ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shock, shocks, of shock

σοκ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escandalizar, choque, impacto, conmoción, descargas, de choque, golpes

σοκ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
betroffenheit, stoß, erschütterung, schockieren, schock, schlag, Schock, Schlag, Stoß

σοκ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
séisme, commotion, choquent, choc, choquer, coup, saisissement, secousse, choquez, meule, convulsion, offusquer, heurt, choquons, secouer, atteinte, chocs, un choc, de choc, le choc

σοκ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scandalizzare, urto, scossa, shock, scioccare, scosse, urti

σοκ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chocar, arrepio, choque, melindrar, de choque, choques, shock, choque de

σοκ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schokken, schudden, kwetsen, choqueren, opschudden, schok, shock, schok te, schokken te

σοκ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
потрясение, встряска, ошеломить, потрясать, толчок, ударять, поражать, возмущать, ошеломлять, удар, ошарашить, толпа, сотрясение, огорошить, шок, шокировать, ударной, ударная, шока

σοκ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sjokk, støkk, støt, sjokket

σοκ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
chock, stöt, chockera, stötar

σοκ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tyrmistyttää, pudistaa, järkyttää, shokki, sokki, iskuja, järkytys, iskun

σοκ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
chokere, chok, shock, stød

σοκ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rána, úder, stoh, šokovat, otřes, šok, náraz, pohoršit, šoku, shock, šokem

σοκ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cios, zgorszyć, porażenie, szok, gorszyć, bróg, szokować, wstrząśnienie, zaszokować, wstrząs, zszokować, bulwersować, wstrząsy, szokiem, na wstrząsy

σοκ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gabonakereszt, ütközés, sokk, sokkot, shock, áramütés, ütés

σοκ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şok, şoku, darbe, çarpması, shock

σοκ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поштовх, юрма, потрясіння, шок, удар, зворушення

σοκ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
goditje, shoku, shok, tronditje, goditja

σοκ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
удар, шок, удари, шока

σοκ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шок

σοκ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
šokk, šoki, shock, šokki, löögi

σοκ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uzbuditi, kapija, potres, potresti, udarac, sukob, šok, šoka, udara, udar, udarce

σοκ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áfall, lost, áfallið, stuð, högg

σοκ στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
offendo

σοκ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šokas, šoko, šoką, smūgiams, smūgis

σοκ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šoks, satriekt, šokēt, šoka, šoku, šokam, trieciens

σοκ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шок, шокот, удар

σοκ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
şoc, zdruncinătură, șoc, soc, de șoc, șocuri, șocul

σοκ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
okovat, rána, šok, shock, šoka, šoku, udara

σοκ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šok, rána, náraz, otras, šokom, otrasy

Στατιστικά δημοτικότητας: σοκ

Τυχαίες λέξεις