Отшвыривать στα ελληνικά
Μετάφραση: отшвыривать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξακοντίζω, πετάξει, να πετάξει, fling, εκτοξεύουμε, ρίψιμο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аукнуть στα ελληνικά - στέκι, στοιχειώνει, στοιχειώνουν, στοιχειώσουν, στοιχειώσει
- барк στα ελληνικά - φλοιός, μυοδρόμωνας, μπάρκο, τρισίστιο πλοίο
- динамит στα ελληνικά - δυναμίτης, δυναμίτιδα, δυναμίτη, δυναμίτιδας, δυναμίτες
- зависимый στα ελληνικά - εξαρτώμενος, εξαρτώνται, εξαρτάται από, εξαρτώνται από, εξαρτώμενη
Τυχαίες λέξεις
Отшвыривать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξακοντίζω, πετάξει, να πετάξει, fling, εκτοξεύουμε, ρίψιμο
Μεταφράσεις: εξακοντίζω, πετάξει, να πετάξει, fling, εκτοξεύουμε, ρίψιμο