Официальный στα ελληνικά
Μετάφραση: официальный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σοβαρός, αξιωματικός, σεμνοπρεπής, τελετουργικός, επίσημος, επίσημες, επίσημη, επίσημων, επίσημο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автомагистраль στα ελληνικά - αυτοκινητόδρομος, αυτοκινητόδρομο, εθνική οδό, εθνικής οδού, αυτοκινητοδρόμου
- агрессор στα ελληνικά - επιδρομέας, επιτιθέμενος, επιτιθέμενο, επιτιθέμενου, εισβολέα
- дезорганизация στα ελληνικά - κατάρρευση, αποδιοργάνωση, αποδιοργάνωσης, την αποδιοργάνωση, η αποδιοργάνωση, ανοργανωσιά
- джером στα ελληνικά - Ιερώνυμος, Jerome, Τζερόμ, Ο Jerome, ο Τζερόμ
Τυχαίες λέξεις
Официальный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σοβαρός, αξιωματικός, σεμνοπρεπής, τελετουργικός, επίσημος, επίσημες, επίσημη, επίσημων, επίσημο
Μεταφράσεις: σοβαρός, αξιωματικός, σεμνοπρεπής, τελετουργικός, επίσημος, επίσημες, επίσημη, επίσημων, επίσημο