Ошеломительный στα ελληνικά
Μετάφραση: ошеломительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντυπωσιακός, έκπαγλος, γοητευτικός, αναισθητοποίηση, εκπληκτική, εκπληκτικό, εντυπωσιακό, εντυπωσιακή
Μεταφράσεις
- вершить στα ελληνικά - εξουσιάζω, καταφέρνω, σκηνοθετώ, αποφασίζω, καθοδηγώ, αντεπεξέρχομαι, έλεγχος, ...
- глотание στα ελληνικά - χελιδόνι, καταπίνω, καταπιούν, καταπιεί, καταπιείτε
- грудинка στα ελληνικά - στήθος, μπέικον, στήθος ζώου, κρέας από στήθος, στέρνο, Πέτο, του στήθους
- досаждающий στα ελληνικά - δυσάρεστος, molesting
Τυχαίες λέξεις
Ошеломительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντυπωσιακός, έκπαγλος, γοητευτικός, αναισθητοποίηση, εκπληκτική, εκπληκτικό, εντυπωσιακό, εντυπωσιακή
Μεταφράσεις: εντυπωσιακός, έκπαγλος, γοητευτικός, αναισθητοποίηση, εκπληκτική, εκπληκτικό, εντυπωσιακό, εντυπωσιακή