Ощипывать στα ελληνικά
Μετάφραση: ощипывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λοφίο, φτερό, συλλέγω, κασμάς, μαδώ, μαζεύω, κόβω, συκωταριά, τη συκωταριά, θάρρος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взвесить στα ελληνικά - αναβάλλω, ζυγίζω, ζυγίζουν, ζυγίζει, ζυγίζεται, ζυγίζονται
- воровство στα ελληνικά - κλοπή, κλοπής, την κλοπή, της κλοπής, κλοπές
- допечатка στα ελληνικά - εντύπωση, επιτύπωση, επιτύπωσης, επιτυπωμένες, υπερτύπωσης, overprint
- единоличный στα ελληνικά - προσωπικός, ατομικός, πέλμα, γλώσσα, άτομο, σόλα, μόνος, ...
Τυχαίες λέξεις
Ощипывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λοφίο, φτερό, συλλέγω, κασμάς, μαδώ, μαζεύω, κόβω, συκωταριά, τη συκωταριά, θάρρος
Μεταφράσεις: λοφίο, φτερό, συλλέγω, κασμάς, μαδώ, μαζεύω, κόβω, συκωταριά, τη συκωταριά, θάρρος