Палить στα ελληνικά
Μετάφραση: палить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καψαλίζω, ξεραίνω, εκτινάσσω, καπνίζω, καπνός, πυρκαγιά, καίω, καπνοί, φωτιά, τολύπη, βλαστός, πυροβολώ, απολύω, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- баркарола στα ελληνικά - βαρκαρόλα, Barcarolle
- бездеятельным στα ελληνικά - αδρανής, ανενεργό, ανενεργή, ανενεργά, ανενεργός
- внимательно στα ελληνικά - προσεκτικά, περιποιητικά, προσοχή, με προσοχή, προσεκτική, προσεχτικά
- выгородить στα ελληνικά - φράχτης, φράχτη, φράκτη, περίφραξη, περίφραξης, φράκτης
Τυχαίες λέξεις
Палить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καψαλίζω, ξεραίνω, εκτινάσσω, καπνίζω, καπνός, πυρκαγιά, καίω, καπνοί, φωτιά, τολύπη, βλαστός, πυροβολώ, απολύω, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
Μεταφράσεις: καψαλίζω, ξεραίνω, εκτινάσσω, καπνίζω, καπνός, πυρκαγιά, καίω, καπνοί, φωτιά, τολύπη, βλαστός, πυροβολώ, απολύω, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός