Партнёр στα ελληνικά

Μετάφραση: партнёр, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στέλεχος, σύντροφος, μέλος, ταίρι, εταίρος, εταίρο, συνεργάτη, εταίρου, συνεργάτης
Партнёр στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взрываться στα ελληνικά - εκρήγνυμαι, μύγα, πετώ, εκραγεί, εκραγούν, να εκραγεί, να εκραγούν, ...
  • воровать στα ελληνικά - σφετερίζομαι, λεηλατώ, μπριζόλα, απάγω, κλοπή, κλέβω, κλέψει, ...
  • грибок στα ελληνικά - μύκητας, μύκητα, μυκήτων, μύκητες, του μύκητα
  • громкий στα ελληνικά - βροντερός, θορυβώδης, ηχηρός, δυνατά, δυνατό, δυνατή, δυνατός, ...
Τυχαίες λέξεις
Партнёр στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στέλεχος, σύντροφος, μέλος, ταίρι, εταίρος, εταίρο, συνεργάτη, εταίρου, συνεργάτης